σιδήρειον

σιδήρειον
σιδήρειος
made of iron
masc acc sg
σιδήρειος
made of iron
neut nom/voc/acc sg
σιδήρεος
made of iron
masc acc sg (epic)
σιδήρεος
made of iron
neut nom/voc/acc sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σιδηρείο — το / σιδηρεῑον, ΝΑ [σιδηρεύς] νεοελλ. 1. εργαστήριο κατασκευής εργαλείων και άλλων σιδερένιων αντικειμένων, σιδηρουργείο 2. (σε σιδηρουργείο) μικρή κάμινος για την κατεργασία τού σιδήρου, καμίνι αρχ. στον πληθ. τὰ σιδηρεῑα ορυχεία σιδήρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”